- κοτυλιστί
- κοτυλ-ιστί, Adv.,A = κατὰ κοτύλην, UPZ 94.42 (ii B. C., spelt [suff] κοτυλ-ειστί).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοτυλιστί — και κατυλειστί (Α) επιρρ. κατά κοτύλη, λειανικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτυλίζω + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ιππ ιστί, νομ ιστί)] … Dictionary of Greek